πλύστης

πλύστης
blanchisseur

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ιματιοπλύτης — ἱματιοπλύτης, ὁ (Α) πλύστης, καθαριστής ιματίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + πλύτης (< πλύνω)] …   Dictionary of Greek

  • πλυνεύς — έως, ὁ, Α αυτός που πλένει κάτι, ο πλύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνος + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • πλυστικός — ή, ό, Ν (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα πλυστικά αμοιβή που δίνεται για το πλύσιμο τών ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πλύστης + κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”